Ο πατέρας μου είναι «παλιά καραβάνα», όπως λέει και ο ίδιος. Πολλές φορές μου έχει πει ιστορίες που αποτυπώθηκαν μέσα μου και μου κληροδότησαν διδάγματα για τη ζωή. Μια τέτοια μοιράζομαι εδώ, παραθέτοντας τα λόγια του ακριβώς όπως τα είπε:
«Το καλοκαίρι του 1950 ήμουν 14 ετών. Είχε τελειώσει ο εμφύλιος και οι κάτοικοι του χωριού μου, του Περιβολίου Δομοκού, είχαν επιστρέψει στα σπίτια τους από τη Λαμία, όπου τους είχε μεταφέρει ο στρατός το φθινόπωρο του 1948.
Ξανάρχιζε σιγά σιγά η ζωή στο χωριό μας.
Ο πατέρας μου διατηρούσε ένα μικρό κοπάδι πρόβατα και γι’ αυτό έπρεπε να φτιάξει ένα μαντρί για να μένουν το χειμώνα. Κάθε μέρα σχεδόν πήγαινε στο γιαννιτσιώτικο δάσος με δύο ζώα, παίρνοντας κι εμένα μαζί του.
Κόβαμε τα ξύλα, φτιάχναμε φούρκες, στρουπίνες, διπλάρια, τα πελεκούσε όμορφα ο πατέρας μου και αργά το απόγευμα τα φορτώναμε στα ζώα και επιστρέφαμε στο χωριό μας.
Μια μέρα λοιπόν φορτώσαμε τα ζώα με τα ξύλα και κατηφορίσαμε την πλαγιά στο δρόμο προς το Περιβόλι.
Όταν φτάσαμε στα ριζά του βουνού συναντήσαμε ένα μικρό ποταμάκι. Στην όχθη αυτού του ρέματος υπήρχε μια πηγή, ένας «άμπλας» όπως τον λέγαμε στη δική μας γλώσσα.
Λέω τότε στον πατέρα μου «Προχώρα εσύ. Θα σταματήσω για να πιω νερό και θα σε προλάβω»
Είχα γονατίσει και ρουφούσα το κρυσταλλένιο νερό της πηγούλας, δροσίζοντας το σώμα μου από τη ζέστη και την κόπωση της ημέρας.
Όταν χόρτασα τη δροσιά της πηγής ανασηκώθηκα για να προλάβω τον πατέρα μου, που προχωρούσε με τα ζώα.
Ξαφνικά, βλέπω πάνω από το κεφάλι μου ένα γίγαντα. Ήταν μαυριδερός, με γένια και μακριά μαλλιά. Στην πλάτη του είχε κρεμασμένο ένα μεγάλο σάκο. Ήταν ο δράκος του παραμυθιού.
Αναστατώθηκα. Παρέλυσαν τα πόδια μου. Έμεινα εκεί ακίνητος.
Ξαφνικά ακούω τη φωνή του:
«Γέμισέ το». Μου πέταξε ένα παγούρι. Το παίρνω, το γεμίζω και με τρεμάμενα τα χεράκια μου του το δίνω.
Ανασηκώνεται ο γιγαντόσωμος, σηκώνει ψηλά το παγούρι και γλιγκ γλιγκ το ρούφηξε.
Μου ξαναπετάει το παγούρι και μου λέει «Ξανά».
Το γεμίζω και το δίνω.
Το παίρνει ο δράκος, το βάζει στο σάκο του, κάνει δύο τρία άγρια αποτινάγματα και φεύγει στο δρόμο προς το χωριό Ασβέστης.
Μόλις εξαφανίστηκε, ανασηκώθηκα και έτρεξα σπαρταρώντας από το φόβο να προλάβω τον πατέρα μου.
Δεν του είπα τίποτε.
Φτάσαμε στο χωριό. Όταν άρχισε να σουρουπώνει, ένιωσα να θερμαίνομαι και να ζαλίζομαι.
Η μάνα μου κατάλαβε ότι κάτι είχα και με ρώτησε. Δεν της είπα τίποτε. Μόνο της ζήτησα να στρώσει το κρεβάτι για να κοιμηθώ. Σε λίγο άρχισε να ανεβαίνει ο πυρετός. Τότε φοβήθηκα και μαρτύρησα στη μάνα μου τι είχε συμβεί. Στον πατέρα μου τσιμουδιά. Ντρεπόμουνα.
Η μάνα μου όμως, κρυφά από μένα, το συζήτησε με τον πατέρα μου.
Την άλλη μέρα, βλέποντας εκείνος την ταραχή μου, ήρθε στο κρεβάτι μου. Κάθισε δίπλα μου με ηρεμία και με ζεστή φωνή με ρώτησε αν εκεί στην πηγή που σταμάτησα είδα το γανωτή του διπλανού χωριού που πήγαινε προς τον Ασβέστη. «Αυτός, είπε, είναι γνωστός μου, φίλος μου».
Δεν πείστηκα. Όλη τη νύχτα με συνείχε η ταραχή που μου προκάλεσε εκείνος ο παράξενος γίγαντας.
Βλέποντας ο πατέρας μου ότι δεν μπορούσα να ηρεμήσω, παράτησε τις δουλειές του και κάθισε στην πλατεία του χωριού θέλοντας να συναντήσει το γιγαντόσωμο φίλο του.
Ο γανωτής, αφού πήγε στον Ασβέστη και μάζεψε όσα κατσαρολικά βρήκε για να τα γανώσει, επέστρεψε στο χωριό μας.
Τον παίρνει λοιπόν ο πατέρας μου και τον φέρνει στο σπίτι.
Μόλις τον είδα, συγκλονίστηκα. Ταράχτηκα και στριφογύριζα στο κρεβάτι μου.
Με πλησίασε και μου είπε:
«Θανασάκη, γεια σου. Είμαι ο φίλος του πατέρα σου. Σε ευχαριστώ που μου έδωσες νερό στην πηγή που συναντηθήκαμε χτες».
Όταν τον άκουσα να μου μιλάει με ανθρώπινη λαλιά, ημέρεψα.
Με πλησιάσε και μου έπιασε το χέρι. Ξαναβρήκα τον εαυτό μου.
Ήταν μια οδυνηρή εμπειρία των παιδικών μου χρόνων, η οποία ξεπεράστηκε. Έμεινε όμως ανεξίτηλη στη μνήμη μου».
Κρατάω δύο σημεία από την πιο πάνω ιστορία.
Το πρώτο είναι η φράση «Όταν τον άκουσα να μου μιλάει με ανθρώπινη λαλιά, ημέρεψα». Αυτή η κουβέντα είναι για μένα η επιτομή κάθε εσωτερικής διεργασίας, κάθε προσπάθειάς μας να απελευθερωθούμε από τους φόβους μας. Να δούμε δηλαδή το ανθρώπινο, ευάλωτο πρόσωπο κάθε φόβου μας, κάθε «δράκοντα» που έχουμε φτιάξει με τη φαντασία μας και του επιτρέπουμε να ζει μέσα μας. Νομίζω ότι αυτή ακριβώς είναι η ουσία της Μη Βίαιης Επικοινωνίας.
Το δεύτερο σημείο που κρατάω είναι ότι ο πατέρας μου προτίμησε να ζει με τον τρόμο παρά με τη ντροπή που φοβόταν ότι θα του προκαλούσε η αποκάλυψη του περιστατικού στον πατέρα του. Μαζί με αυτό, ο πατέρας δεν αντιλήφθηκε καν την ταραχή του γιου του, μέχρι να υπάρξει η σωτήρια παρέμβαση της μάνας. Ευτυχώς, από τη στιγμή που το κατάλαβε, έκανε μια πολύ εύστοχη κίνηση: «Έφερε τον ίδιο το “δράκο” ενώπιον του πατέρα μου για να του αποδείξει ότι δεν ήταν δράκος».
Την ερχόμενη Παρασκευή θα μιλήσω σε γονείς μονογονεϊκών οικογενειών για τη Μη Βίαιη Επικοινωνία. Αν είχα την ευκαιρία να πω μόνο μια κουβέντα, θα τους θύμιζα ότι η παιδική ηλικία είναι γεμάτη εσωτερικά «θεριά» και ότι, όσο περισσότερο τα παιδιά φοβούνται ότι θα νιώσουν ντροπή ή ενοχή αν μας μιλήσουν γι’ αυτά, τόσο πιο δύσκολα θα μας εμπιστευτούν να τα βοηθήσουμε να τα αντιμετωπίσουν.
Πάνω απ’ όλα, όμως, θα ευχόμουν να θυμόμαστε να ακούμε όχι μόνο αυτά που μας λένε, αλλά και αυτά που δεν μας λένε τα παιδιά (περιλαμβανομένων και των παιδιών που κρύβουμε μέσα μας)…
Γιώργος Τσιτσιρίγκος