Η Μη Βίαιη Επικοινωνία πρεσβεύει ότι είναι φυσικό για τον άνθρωπο να φροντίζει και να λειτουργεί με ανθρωπιά απέναντι στους άλλους και στον εαυτό του. Στόχος της είναι να προτείνει τρόπους επικοινωνίας που βοηθούν στην ανάδειξη αυτής της ανθρώπινης ποιότητας και που ταυτόχρονα ευνοούν την όσο το δυνατό πληρέστερη συναισθηματική έκφραση και κατανόηση.
Η Μη Βίαιη Επικοινωνία δημιουργήθηκε από τον Αμερικανό ψυχολόγο Marshall Rosenberg. Ο Rosenberg επικεντρώνεται στον τρόπο που μιλάμε και στις λέξεις που επιλέγουμε για να εκφραστούμε, θεωρώντας ότι αυτές παίζουν κρίσιμο ρόλο στο κατά πόσον παρουσιάζουμε την τάση να λειτουργήσουμε με βία ή αντίστοιχα με συμπόνια. Με λίγα λόγια τονίζει ότι εκτός από την αναμενόμενη επίδραση που έχει η διανοητική και ψυχική μας κατάσταση στα λόγια που θα επιλέξουμε να χρησιμοποιήσουμε, ισχύει και το αντίστροφο, καθώς τα λόγια που συνηθίζουμε να χρησιμοποιούμε συντελούν στη διαμόρφωση της εσωτερικής μας συνθήκης. Με αυτόν τον τρόπο ο λόγος μπορεί να επιδρά σημαντικά και επιτελεστικά στον τρόπο που βλέπουμε τη ζωή και τις σχέσεις. Βασιζόμενη σε αυτή την πεποίθηση, η Μη Βίαιη Επικοινωνία αποτελεί ένα παιχνίδι με τον λόγο που μπορεί να μας βοηθήσει να απελευθερωθούμε συναισθηματικά συνδεθούμε βαθιά με άλλους ανθρώπους.
Από εκπαιδευτική άποψη η Μη Βίαιη Επικοινωνία εστιάζει κυρίως σε τρεις άξονες.
Ο πρώτος είναι η ειλικρινής έκφραση. Μαθαίνουμε να χρησιμοποιούμε τη γλώσσα για να εκφράσουμε με όσο το δυνατό μεγαλύτερη ακρίβεια και πληρότητα αυτό που έχουμε μέσα μας κάθε στιγμή και με έναν τρόπο που βοηθά τους άλλους να υποδεχτούν και να καταλάβουν αυτό που βιώνουμε.
Ο δεύτερος άξονας είναι η ενσυναισθητική ακρόαση. Αυτό σημαίνει να αφουγκραζόμαστε βαθιά τους άλλους και έτσι να τους βοηθάμε να εκφράσουν αυτά που κρύβουν μέσα τους. Η ενσυναίσθηση σύμφωνα με τη Μη Βίαιη Επικοινωνία είναι η πλήρης παρουσία στον πόνο και στη χαρά των άλλων ανθρώπων. Είναι ένας τρόπος να πάμε πίσω από τα λόγια τους και να ακούσουμε αυτό που προσπαθούν να μας πουν. Κάθε φορά που ακούμε πραγματικά έναν άνθρωπο, αποκτούμε μια ψυχική επαφή μαζί του, η οποία βοηθά τόσο αυτόν όσο και εμάς να αγγίξουμε αυτά που μας απασχολούν με τρόπους που συχνά εκκινούν μια διαδικασία εσωτερικής αλλαγής.
Ο τρίτος άξονας της Μη Βίαιης Επικοινωνίας είναι η ενσυναίσθηση προς τον εαυτό μας. Ο σκοπός της Μη Βίαιης Επικοινωνίας είναι να μάθουμε να αφουγκραζόμαστε τον εαυτό μας με όση προσοχή, ανθρωπιά και αγάπη ακούμε τους πιο αγαπημένους μας ανθρώπους και να δούμε την ομορφιά της ζωής μέσα από τον ίδιο μας τον εαυτό.
Από μεθοδολογική άποψη η Μη Βίαιη Επικοινωνία εστιάζει σε τέσσερα στοιχεία:
-
Στην παρατήρηση και την περιγραφή των γεγονότων όσο πιο αντικειμενικά γίνεται, ανεξάρτητα από τις κρίσεις, τις αξιολογήσεις και τις διαγνώσεις που παράγουμε για αυτά.
- Στα συναισθήματα που πυροδοτούνται μέσα μας από τα εσωτερικά και εξωτερικά ερεθίσματα που δεχόμαστε. Η Μη Βίαιη Επικοινωνία μας ζητά να αποκτούμε σταδιακά όλο και μεγαλύτερη επίγνωση των συναισθημάτων που βιώνουμε σε μια δεδομένη στιγμή, θεωρώντας ότι το κάθε συναίσθημα αποτελεί ένα μήνυμα από τον εαυτό μας.
- Στις βαθύτερες, πανανθρώπινες ανάγκες που αποτελούν τα κίνητρα των πράξεών μας. Σύμφωνα με τη Μη Βίαιη Επικοινωνία, οτιδήποτε κάνουμε το κάνουμε γιατί προσπαθούμε να καλύψουμε κάποια ή κάποιες ανάγκες μας. Όλοι οι άνθρωποι μοιραζόμαστε τις ίδιες ανάγκες, αλλά σε μία δεδομένη στιγμή μία συγκεκριμένη ανάγκη αναδύεται στην επιφάνεια και μας ειδοποιεί για την παρουσία της μέσω των συναισθημάτων που παράγει. Για τη Μη Βίαιη Επικοινωνία οι ανάγκες είναι η πιο κεντρική και σπουδαία έννοια, μιας και αυτές αποτελούν την έκφραση της ζωής μέσα μας και, όταν αυξάνουμε την επίγνωση των αναγκών μας, γνωρίζουμε καλύτερα τον εαυτό μας και τη ζωή που θέλουμε να κάνουμε.
- Στα αιτήματα που θα διατυπώσουμε στους άλλους ή στον εαυτό μας προκειμένου να καλύψουμε τις ανάγκες μας και να ανταποκριθούμε στη ζωή που εκφράζεται μέσα από αυτές τις ανάγκες.
Πατώντας στα πιο πάνω στοιχεία, η πρακτική της Μη Βίαιης Επικοινωνίας επιδιώκει να δημιουργήσει ένα πεδίο αλληλεπίδρασης ανάμεσα στους ανθρώπους στο οποίο η προσοχή μας εστιάζεται στη βιωματική εμπειρία μας στην παρούσα στιγμή, ενώ η πρόθεσή μας προσανατολίζεται στην ψυχική επαφή με τους άλλους και με τον εαυτό μας, μια συνθήκη που εκτός από μια βαθύτερη ανθρώπινη σύνδεση συχνά φέρνει και την αποτελεσματική αντιμετώπιση της πρακτικής διάστασης των διαπροσωπικών ζητημάτων.